ολέσκω

ολέσκω
ὀλέσκω (ΑΜ)
βλ. ολέκιω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”